ταμαντούα

ταμαντούα
ο, Ν
ζωολ. γένος νωδών θηλαστικών τής Αμερικής, συγγενικών τού μυρμηκοφάγου, με τον οποίο έχουν παρόμοιες τροφικές συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. πορτογ. tamandua που προέρχεται από μια λ. τής γλώσσας Τούπι με σημ. «μυρμηκοφάγος» (< taixi «μυρμήγκι» + monde «πιάνω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυρμηκοφάγος — Κοινή ονομασία θηλαστικών της οικογένειας των μυρμηκοφαγιδών, της τάξης των νωδών. Ο τριδάκτυλος ή χαιτοφόρος μ. (myrmecophaga tridactyla ή jubata), που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική, μπορεί να φτάσει σε μήκος 2,5 μ. και βάρος 45 περίπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”